- αισχρός
- -ή, -ό (Α αἰσχρός, -ά, -όν)1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτόςαρχ.1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος2. απρεπής, ανάρμοστος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχρόνκαταισχύνη, όνειδος, ατίμωση και ακόμη ελάττωμα, στέρηση(φρ. τών Σωκρατικών και τών Στωικών) «τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν», η αρετή και το αντίθετό της, η κακία4. φρ. «αἰσχρὸς πρός τι», ακατάλληλος, απρόσφορος για κάτι5. (ανώμ. παραθ.) (συγκρ.) αἰσχίων, -ον, (υπερθ.) αἴσχιστος, -η, -ον6. επίρρ. (υπερθ.) αἰσχίστως και αἴσχισταμσν.(συγκρ.) αἰσχίως (= αἴσχιον).[ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσχος (πρβλ. και κῦδος-κυδρός)αρχική σημ. τού επιθέτου «αυτός που προκαλεί ντροπή» χρησιμοποιούμενο στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα λόγια (πρβλ. Γ38, «τὸν δ’ Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν», με άσχημα λόγια). Βλ. λ. αἶσχος.ΠΑΡ. αἰσχρότηςμσν.αἰσχρήμων, αἰσχροσύνη.ΣΥΝΘ. αἰσχροκερδής, αἰσχρολόγος, αἰσχρορρήμων, αἰσχρουργόςαρχ.αἰσχρόγελως, αἰσχροδιδάκτης, αἰσχροεπής, αἰσχροεπῶ, αἰσχρόμητις, αἰσχρομυθῶ, αἰσχροποιός, αἰσχροπρόσωποςμσν.- νεοελλ.αἰσχρόβιοςμσν.αἰσχρογενής, αἰσχρολοιχός, αἰσχροπρᾶγος, αἰσχροπρεπήςνεοελλ.αισχρογραφώ, αισχροδίκτης, αισχροήθεια, αισχρολέκτης, αισχρολόγος, αισχρόνεος, αισχροπλόκος].
Dictionary of Greek. 2013.